Ο Προκόπης ήταν ένα φτωχό χωριατόπουλο. Έπαιζε με τ’ άλλα παιδιά στους δρόμους του χωριού και στο λιβάδι, πήγαινε σκολιό και κάθε παραμονή Χριστουγέννων τραγουδούσε με τους φίλους του στις πόρτες, γυρνώντας από φτωχόσπιτο σε φτωχόσπιτο κι ανεβαίνοντας κάπου κάπου και στ’ αρχοντόσπιτο του χωριού. Μα κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, έπεφτε σε μεγάλη σκοτούρα. Έχανε το κέφι του. Στεναχωριόντανε πολύ! Κάμποσα χρόνια τώρα, περίμενε τον Άη Βασίλη να περάσει απ’ το φτωχικό του πατέρα του να το φέρει δώρα. Μα ο άγιος δεν φαινόντανε πουθενά. Κρατούσε γι’ αυτόν και για τ’ άλλα φτωχόπαδια του χωριού μια κακία περίεργη. Μια κακία που δεν μπορούσε να τη φαντασθεί πως ταίριαζε σ’ ένα άγιο, σαν τον Άη Βασίλη, που ξεκινούσε μ’ όλα του τα γηρατειά απ’ της Καισαρείας τα μέρη για να ‘ρθει στην Ελλάδα και να φορτώσει δώρα τα παιδιά!
Η ιστορία τ’ Άη Βασίλη, του βασάνιζε το μυαλό του Προκόπη από τότε που πάτησε στ’ αρχοντόσπιτο για πρώτη φορά. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Πήγε με τη μάννα του στον άρχοντα για κάτι δανεικά κι είδε τ’ αρχοντόπαιδο χρυσοφορεμένο να παίζε στην αυλή με πολλά παιχνίδια, που έκαναν τον καθένα να σαστίζει. Τ’ αρχοντόπουλο ήταν στις χαρές του. Σάλπιγγες, ταμπούρλα, πιστολάκια, μικρά σπαθάκια, μπαλόνια, όλα τα παίζε στα χέρια του και καβαλλίκευε ένα πανέμορφο μικρό ψεύτικο αλογάκι, που το ‘χαν φέρει, καθώς του είπαν απ’ την Αθήνα, την τελευταία βραδυά.
Το χρυσοφορεμένο αυτό παιδί, είχε μια περηφάνια μεγάλη με τα παιγνίδια του, και πρώτο μίλησε στον Προκόπη για τον καλό Άη Βασίλη, που ξάρχοντανε κείνο το βράδυ στο χωριό.
- Τι; Δεν ξέρεις; του είπε καθώς καβαλλίκευε τ’ άλογο του. Απόψε τη νύχτα θα ‘ρθει ο Άη Βασίλης στο χωριό μας και θα μοιράσει παιγνίδια στα παιδιά!... Δεν ξέρεις ε; Χα χα χα!... Έκανε γελώντας κοροιδευτικά με τον Προκόπη, και πρόστεσε ύστερ’ αμέσως:
- Δε σου μίλησε ποτές γι’ αυτόν τον Άγιο, η μάννα σου;
- Ποτές, είπε στεναχωρεμένος ο Προκόπης.
Τ’ αρχοντόπαιδο βάλθηκε πάλι να γελάει με την αμάθεια του Προκόπη και δείχνοντας πάλι τα παιγνίδια του σ’ αυτόν άρχισε να φωνάζει:
- Αυτά όλα μου τα ‘χει στείλει ο Άη Βασίλης απ’ την Αθήνα. Κι απόψε Πρωτοχρονιά θα τον περιμένω για να μου φέρει κι’ άλλα τη νύχτα. Όπως κάθε χρόνο! Κι’ άλλα πολλά!...
- Θα ‘ρθει στο χωριό μας;
- Και βέβαια θα ‘ρθει. Θα γυρίσει όλα τα σπίτια, όπως κάνει παντού, είπε το χρυσοφορεμένο παιδί του άρχοντα.
Το βράδυ κείνο, ο Προκόπης τα ‘χε με τη μάννα του.
- Ακούς εκεί, μάννα, της είπε. Να μη μου πείς αφότου γεννήθηκα πως κάθε Πρωτοχρονιά ο Άη Βασίλης μοιράζει δώρα στα παιδιά;
Και τον περίμενε. Τον περίμενε το βράδυ, ως που νύσταξε κι αποκοιμήθηκε. Το πρωί σαν ξύπνησε δεν είδε τίποτα. Κρέμασε τα μούτρα του και συλλογιόντανε το αρχοντόπαιδο με τα παιγνίδια του.
- Γιατί είσαι κατσούφης σήμερα, Πρωτοχρονιά; Του είπε η μάννα του.
- Περίμενα τον Άη Βασίλη να μου φέρει κανένα παιγνίδι…
- Δεν πέρασε ο Άγιος, από το χωρίο μας!... Έκανε η μάννα του. Είναι μικρό το δικό μας χωρίο, κι εκείνος πιάνει μονάχα τις μεγάλες πολιτείες!
Ο Προκόπης έμεινε συλλογισμένος.
- Έτσι θάνε!... σκέφτηκε. Και παρηγορήθηκε.
Σηκώθηκε λοιπόν, σαν έφεξε καλά η μέρα και τράβηξε ίσια στο σπίτι του άρχοντα να ιδή τ’ αρχοντόπουλο. Να το κοροϊδέψει με τη σειρά του.
- Τ’ ακούς; Θα του ‘λεγε. Ο Άη Βασίλης δεν περνάει από μικρά χωριά σαν το δικό μας, είπε η μάννα μου. Πάει μονάχα στις μεγάλες πολιτείες! Άδικα τον περίμενες και εσύ!
Σαν έφτασε όμως στην αυλή του αρχοντικού σπιτιού, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Το αρχοντόπουλο έπαιζε με καινούρια δώρα, ολοκαίνουργια παιγνίδια που δεν τα είχε χτες. Τόπια, μπάλες, τρουμπέττες, σφυρίχτρες, φυσαρμόνικες, ταμπούρλα και τόσα άλλα πράματα όμορφα, κόκκινα, πράσινα, γαλάζια…
- Τι είναι αυτά; Ρώτησε πάλι ο Προκόπης, που τα ‘χε ξανά χαμένα.
- Μου τα ‘φερε ο Άη Βασίλης, χτες βράδυ. Εσένα τι σου ‘φερε; Έκανε το αρχοντόπαιδο.
- Τίποτα!... είπε δειλά ο Προκόπης. Δεν πέρασε απ’ το χωριό μας, ο Άγιος!
- Δεν πέρασε απ’ το δικό σας σπίτι;
- Όχι!...
Τ’ αρχοντόπουλο άρχισε πάλι να γελάει κοροϊδευτικά με τον Προκόπη που πίστεψε πως ο Άγιος δεν πέρασε καθόλου απ’ το χωριό. Και τότε ο Προκόπης τινάχτηκε μια και τράβηξε γραμμή να ρωτήσει τ’ άλλα φτωχόπαιδα, για τον Άη Βασίλη.
- Δεν πέρασε απ’ το δίκο μας σπίτι!... του ‘λεγε ο ένας.
- Ούτε κι απ’ το δικό μας.
- Ούτε κι από μας!!!
Κι άκουσαν όλοι με παραξενιά και στεναχώρια, πως ο Άγιος είχε περάσει μονάχα απ’ το σπίτι του Άρχοντα, χωρίς να καταδεχτεί κανένα απ’ τα φτωχόσπιτα του χωριού.
- Πάει να πει πως δεν είναι καλός Άγιος!... είπε ένα έξυπνο φτωχοπαίδι στον Προκόπη, αυτός ο Άη Βασίλης σου. Είδες: Περνάει κρυφά απ’ το σπίτι του Άρχοντα, αφήνει δώρα στ’ αρχοντοπαίδι, και μας δεν μας θυμάται καθόλου, ας είναι Πρωτοχρονιά…
Έτσι όλα τα χωριατόπαιδα πίστεψαν ότι ο Άγιος αγαπάει μονάχα τα πλούσια παιδιά.
Από τότε ο Προκόπης περίμενε με τ’ άλλα παιδιά του χωριού.
Τα χρόνια περνούσαν. Ο Άη Βασίλης περνούσε κάθε χρόνο κρυφά απ’ το σπίτι του Άρχοντα. Άφηνε τα δώρα του για τ’ αρχοντόπαιδο, κι έφευγε πάλι να πάει σ’ άλλα χωριά και πολιτείες, σ’ άλλα σπίτια αρχοντικά, ν’ αφήσει κρυφά τα δώρα του. Τα φτωχά παιδιά ούτε και τα θυμόντανε καθόλου. Μα και κείνα του έπιασαν μια έχθρητα φοβερή.
- Τέτοιος Άγιος, καλλίτερα και να μην είτανε… Έλεγαν τα φτωχόπαιδα του χωριού, συναμεταξύ τους. Αφού για μας τα φτωχά παιδιά δείχνει τόση κακία, δεν τον θέλουμε κι εμείς…
Και τα χρόνια περνούσαν. Οι Πρωτοχρονιές κυλούσαν η μια ξοπίσω απ’ την άλλη ως που έφτασε και τούτη η τελευταία Πρωτοχρονιά.
- Αχ!... σκεφτότανε τώρα ο Προκόπης, μεγάλο παιδί πια, δε θα μου τύχει ποτές νανταμώσω αυτόν τον Άη Βασίλη; Τότες ξέρω ‘γω τι έχω να του πω…
Και τι παράξενο. Το βράδυ που κοιμήθηκε, τον είδε ολόκληρον μπροστά του, σ’ ένα όνειο που ήταν τόσο ζωντανό, σαν αληθινό. Την άλλη μέρα, πρωί – πρωί, ο Προκόπης διηγούντανε τ’ όνειρο του στ’ άλλα φτωχά παιδιά του χωριού.
- Είδα πως περιμέναμε όλοι μαζύ εμείς τα φτωχόπαιδα, τον Άη Βασίλη… έλεε… Είχαμε μαζευτεί όλα τα φτωχόπαιδα του χωριού και κρυφτήκαμε στο αρχοντόσπιτο, να ιδούμε τον Άη Βασίλη που θα ‘φερνε τα παιγνίδια στο αρχοντόπουλο. Όλα τα παιδιά είχαμε αποφασίσει να παραπονεθούμε στον Άγιο και να του ζητήσουμε να περνάει κι απ’ τα δικά μας σπίτια ν’ αφήνει δώρα.
Μια στιγμή εκεί που είμαστε κρυμμένοι, βλέπουμε τον Άη Βασίλη να ‘ρχεται απ’ το μονοπάτι του κάμπου. Ο Άγιος κυττούσε κρυφά τα φτωχόσπιτα μας και φυλαγόταν για μα μην τον ιδεί κανένας φτωχός. Πήγαινε ίσια στο πλουσιόσπιτο. Τότες με μιας όλα τα παιδιά βγήκαμε απ’ τις κρυψώνες μας και τρέξαμε στον Άη Βασίλη. Τον περικυκλώσαμε ολόγυρα, κι αρχίσαμε να φωνάζουμε δυνατά, έτσι που αναστατώθηκε όλο το χωριό.
- Δε μας ξεφεύγεις πια, Άη Βασίλη… Γιατί μας έχεις τόση κακία, εμάς τα φτωχόπαιδα;
- Θέλουμε δώρα και εμείς…
Ο Άη Βασίλης, σαν είδε όλα τα φτωχόπαιδα του χωριού ολόγυρα του τα ‘χασε. Έκανε να φύγει, μα τα παιδιά τον άρπαξαν από παντού… Τον έπιασαν από τον κόκκινο μαντύα, από τα γενιά του, από το σάκκο όπου είχε φορτωμένα τα δώρα του… Εκείνος σήκωσε το ραβδί του και χτύπησε ένα παιδί. Τα δώρα μου είναι για το πλουσιόπαιδο του χωριού, είπε.
- Μπα; Γιατί; Κι εμείς δεν είμαστε παιδιά; Είπε το χτυπημένο απ’ τη μαγκούρα παιδί.
Ο Άγιος έκανε τότε να φύγει. Τα παιδιά όμως τον τραβούσαν και τα δώρα του χύθηκαν στο δρόμο. Μα το χειρότερο ήταν το άλλο. Στα χέρια των παιδιών απόμειναν τα γένια του Άη Βασίλη, η μαγκούρα του, οι μπότες, τα μουστάκια του, η κόκκινη μαντύα του, και μια μεγάλη μάσκα αποκριάτικη, που τη φορούσε στο πρόσωπο!
Όλα ήταν ψεύτικα!
Κάτου απ’ αυτά κρυβόντανε ένας άλλος αληθινός άνθρωπος που βάλθηκε να τρέχει όσο τον κυνηγούσαν τα φτωχόπαιδα του χωριού, όλα μαζύ. Ήταν ο ίδιος ο άρχοντας του χωριού. Ο πατέρας του αρχοντόπουλου.
- Α!.. εσύ, λοιπόν, είσαι ο Άη Βασίλης, που φέρνεις κρυφά από μας κάθε Πρωτοχρονιά τα δώρα σου στ’ αρχοντόπουλο. Φώναξαν όλα μαζύ τα παιδιά.
- Τώρα ξέρουμε γιατί εμάς δεν μας καταδέχεσαι… Σε γνωρίσαμε… Σε γνωρίσαμε… Φέρνεις μονάχα παιγνίδια για το γυιό σου…
Κι ο άρχοντας, φεύγοντας, κρύφτηκε μέσα στο σπίτι του φοβισμένος, γιατί τον κυνηγούσαν όλα τα φτωχόπαιδα του χωριού.
Αυτό ήταν το όνειρο του Προκόπη… Μα ήταν αλήθεια μοναχά όνειρο;
Κ. ΑΛΗΘΙΝΟΣ
(Δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» την Πρωτοχρονιά του 1936. Σε μεγάλο βαθμό έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου.)