Οι βουλευτικές εκλογές, όπως και οι εκλογές για την Τοπική και Περιφερειακή Διοίκηση, για το Ευρωκοινοβούλιο, είναι μια πολιτική μάχη ανάμεσα σε κοινωνικές δυνάμεις με διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα. Διεξάγονται, όμως, με τους όρους και τη δύναμη εξουσίας της τάξης των καπιταλιστών πρώτ' απ' όλα απέναντι στην εργατική τάξη που υφίσταται την άμεση εκμετάλλευσή της. Ταυτόχρονα, η εξουσία των καπιταλιστών εκφράζεται καταπιεστικά, έμμεσα εκμεταλλευτικά, σε σημαντικό βαθμό καταστροφικά απέναντι σε μεγάλο μέρος αγροτών, μικροεμπόρων, βιοτεχνών και άλλων αυτοαπασχολούμενων βιοπαλαιστών, ακόμα και αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων.
Με άλλα λόγια, οι βουλευτικές εκλογές είναι μια πολιτική μάχη που το αποτέλεσμά της είναι προδιαγεγραμμένο ως προς το συσχετισμό για την εξουσία ανάμεσα στις δύο βασικές και αντίθετες τάξεις, την καπιταλιστική και την εργατική. Σε τελευταία ανάλυση, από το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών δεν μπορεί να προκύψει ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών, κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Βέβαια, το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ στην Ελλάδα, δεν υποτιμά την αξιοποίηση αυτής της πολιτικής μάχης που αντικειμενικά οδηγεί στη σύνθεση αστικών οργάνων, π.χ. του Εθνικού ή Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην εκλογή δημάρχων και στη σύνθεση των Δημοτικών ή Περιφερειακών Συμβουλίων. Αξιοποιεί τη συμμετοχή των αντιπροσώπων του σε αυτά τα όργανα, για να αποκαλύπτει τον αντιλαϊκό χαρακτήρα τους, να ασκεί πίεση προς όφελος των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων. Αξιοποιεί και την προεκλογική δράση και τη βουλευτική δύναμή του για πιο άμεση πρόσβαση σε μεγάλους χώρους δουλειάς, για πλατιά προβολή των θέσεών του, για την ενθάρρυνση των μισθωτών, του βιομηχανικού προλεταριάτου να οργανωθεί, ν' αναπτύξει ταξικούς αγώνες. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ γνωρίζει και αποκαλύπτει τα «όρια» αυτής της συμμετοχής. Αυτά τα θεσμικά όργανα, λιγότερο ή περισσότερο, δεν είναι τα κύρια που συγκεντρώνουν το σύνολο της αστικής εξουσίας: απόφασης, εκτέλεσης, καταναγκασμού στην εφαρμογή. Από τον ίδιο το χαρακτήρα τους, τις νομοθετημένες λειτουργίες τους, η «δικαιοδοσία» τους μπορεί ν' ανασταλεί, αν η σύνθεση και η δράση τους έρθει σε αμφισβήτηση με το χαρακτήρα τους ως θεσμών εξασφάλισης των συμφερόντων, της εξουσίας του κεφαλαίου.(...)
Αυτή είναι η μεγάλη απάτη της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στηρίχτηκε στην ανάγκη της καπιταλιστικής κοινωνίας ν' απελευθερώσει τον άμεσο παραγωγό από οποιαδήποτε άλλη εξάρτηση φυσικού καταναγκασμού εκτός από τον οικονομικό καταναγκασμό του κεφαλαίου. Σε πολιτικό επίπεδο αυτό αντιστοιχούσε στην τυπική «ελευθερία» των «ελεύθερων» μισθωτών να στέλνουν τους δικούς τους αντιπροσώπους στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Το γεγονός ότι η εργατική τάξη συγκροτήθηκε ως αυτοτελής πολιτική δύναμη εδώ και ενάμιση αιώνα, αντικειμενικά υποχρέωνε την αστική εξουσία όχι μόνο να διαμορφώσει τα δικά της όργανα καταστολής, αλλά και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και του κοινοβουλίου, με τρόπο που να αφομοιώνουν εργατικά κόμματα. Η αστική εξουσία δεν ήταν δυνατό να ακυρώνει την «τυπική» ελευθερία της εργατικής τάξης με παρατεταμένη νομική απαγόρευση του κόμματός της, ακόμα και σε συνθήκες σχετικά «ειρηνικής» περιόδου.
Αυτή τη μεγάλη απάτη της αστικής δημοκρατίας υπηρετεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως κύριος φορέας του οπορτουνισμού στην Ελλάδα, ο οποίος προεκλογικά υποστήριζε ότι το σημαντικό διακύβευμα ήταν αν η Ελλάδα θα έχει ένα Σύνταγμα που θα θεσμοθετήσει αλλαγές που θα βαθαίνουν τη δημοκρατία, ενώ χαρακτήρισε το εκλογικό αποτέλεσμα ως «ειρηνική επανάσταση».
Το Σύνταγμα, η κορωνίδα του καπιταλιστικού Δικαίου, σε οποιοδήποτε αστικό κράτος, προβλέπει και κατοχυρώνει την αναστολή της λειτουργίας οποιουδήποτε «αντιπροσωπευτικού» οργάνου, του ίδιου του κοινοβουλίου, αν η λειτουργία του αποσταθεροποιεί ή αμφισβητεί την καπιταλιστική ιδιοκτησία, τη νομική της κατοχύρωση, την εξασφάλισή της με μέσα καταστολής. Αυτήν την πλευρά του Συντάγματος υπερασπίζονται υπηρέτες της καπιταλιστικής εξουσίας, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, επιτιθέμενοι στο ΚΚΕ. Λόγω αυτής της ουσίας της δικτατορίας του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τη μορφή του πολιτικού συστήματός της, στην ιστορία των καπιταλιστικών κρατών, στην ιστορία των αστικών κοινοβουλίων, δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα αλλαγής του χαρακτήρα του κοινοβουλίου από όργανο καπιταλιστικής εξουσίας σε όργανο εργατικής - λαϊκής εξουσίας. Δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα υποταγής των καπιταλιστών στη θέληση - απόφαση εργατικών αντιπροσώπων στη Βουλή, επειδή κέρδισαν μεγάλο ποσοστό στο κοινοβούλιο.
Να θυμίσουμε ότι τυπικά παρουσιάστηκαν τέτοιες περιπτώσεις που στο κοινοβούλιο απέκτησαν την πλειοψηφία κόμματα που αρχικά εμφανίστηκαν ως εργατικά. Αυτά ήταν τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας. Εμφανίστηκαν καταστάσεις που «σοσιαλιστικά», «σοσιαλδημοκρατικά», κομμουνιστικά κόμματα απέκτησαν την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών (στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία κ.λπ.) ή ανέδειξαν «πρόεδρο της Δημοκρατίας» (π.χ. στην Ιταλία, στη Χιλή). Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η ανάδειξη ανάλογης κυβέρνησης ή η ανάδειξη «Προέδρου της αστικής Δημοκρατίας» δεν έγινε εφαλτήριο για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Ούτε καν αποτέλεσαν «όαση» στην έρημο της καπιταλιστικής επίθεσης. Οποτε έγιναν κάποιες παραχωρήσεις, ήταν αποτέλεσμα της συνδυασμένης επίδρασης δύο βασικών παραγόντων: Αφ' ενός λόγω ενός ιστορικά διαμορφωμένου ευνοϊκότερου συσχετισμού προς όφελος της εργατικής τάξης και της πάλης για το σοσιαλισμό, που είχε προκύψει από επαναστάσεις, αφ' ετέρου γιατί, κατά κάποιον τρόπο, ήταν γενικευμένη ανάγκη για την αναπαραγωγή του συνολικού κεφαλαίου. Γι' αυτό, άλλωστε, τέτοιες παραχωρήσεις έγιναν και από κυβερνήσεις φιλελεύθερων αστικών κομμάτων κι όχι κυρίως λόγω σύμπραξης σοσιαλδημοκρατικών ακόμα και κομμουνιστικών κομμάτων.
Εκείνο που υπάρχει ως γενικευμένο ιστορικό προηγούμενο είναι η ενσωμάτωση των «εργατικών» αντιπροσώπων στη θέληση - απόφαση, στην κυριαρχία του κεφαλαίου, μέσα κι έξω από τη Βουλή, η μετάλλαξη του εργατικού κόμματος σε αστικό κόμμα, η στήριξη του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού. Αυτή είναι η ιστορία της λεγόμενης σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και του «ευρωκομμουνισμού».
Διαμορφώθηκε ευρύ φάσμα οπορτουνιστικών ρευμάτων από τη σοσιαλδημοκρατία των αρχών του 20ού αιώνα έως τα νεότερα οπορτουνιστικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν ακόμα και μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα εξουσίας, τις διαφορετικές αστικές επιδράσεις που δέχονταν διαφορετικά ΚΚ (π.χ. διαφορετικής κατεύθυνσης αστικές - οπορτουνιστικές επιδράσεις στο ΚΚΣΕ απ' ό,τι στο ΚΚ Κίνας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Τυποποιήθηκε όλο αυτό το φάσμα με το χαρακτηρισμό «αριστερά», υποδηλώνοντας κοινή ταξική και ιδεολογική αφετηρία. Βέβαια, τυποποιήθηκε και εξαιτίας λαθεμένης στρατηγικής κομμουνιστικών κομμάτων, λαθεμένης πολιτικής συμμαχιών με τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας ή και με διάχυση των δυνάμεων του ΚΚ σε σχήματα συνεργασίας, π.χ. του ΚΚΕ στην ΕΔΑ τις δεκαετίες 1950 και 1960 ή με προγραμματική συμφωνία με την «Ελληνική Αριστερά» (μετεξέλιξη του οπορτουνιστικού «ΚΚΕ εσωτερικού») και τη συγκρότηση του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» (1989).
Ετσι, ο όρος «αριστερά» καταγράφηκε να υπονοεί την οποιαδήποτε αναφορά κριτικής σε περιόδους όξυνσης των αντιθέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας, ιδιαίτερα σε περίοδο οικονομικής κρίσης, την οποιαδήποτε νύξη υπέρ κάποιας ή κάποιων κρατικοποιήσεων (εθνικοποιήσεων) στο έδαφος του καπιταλισμού, τάση που κυριάρχησε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξυπηρετώντας την ανασυγκρότησή του.
Η οπορτουνιστική μετάλλαξη κομμουνιστικών κομμάτων, δηλαδή η απάρνηση του επαναστατικού ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης, η επιλογή της ταξικής συνεργασίας, η απολυτοποίηση του πολιτικού αγώνα μέσα από το κοινοβούλιο, η άμεση πολιτική - ακόμα και κυβερνητική - συνεργασία με την αστικοποιημένη σοσιαλδημοκρατία, οδήγησε στο ιδεολογικό και πολιτικό τσουβάλιασμα του κομμουνιστικού κινήματος με διαφορετικά οπορτουνιστικά ρεύματα και ταυτόχρονα αποψίλωσε τον όρο «αριστερά» από όποιον πραγματικό σύγχρονο αντιμονοπωλιακό ριζοσπαστισμό.
Συνέφερε την αστική εξουσία η ομαδοποίηση κομμουνιστικών κομμάτων με οπορτουνιστικά υπό τη γενική κατηγορία «αριστερά». Αυτό το φαινόμενο το ζήσαμε κατά κόρον στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο, αλλά και κατά την εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Δεν ήταν τυχαίο που τόσο τα αστικά κόμματα (ΝΔ, ΛΑ.Ο.Σ., ΠΑΣΟΚ), οι φανεροί υπηρέτες του αστικού κατεστημένου (δημοσιογράφοι, οικονομολόγοι, στατιστικολόγοι, καθηγητές ΑΕΙ κ.λπ.), όσο και οι πολιτικοί φορείς του οπορτουνισμού και του μικροαστισμού, επέμεναν να καταγράφουν, να παρουσιάζουν το ΚΚΕ ως πολιτική δύναμη ιδεολογικά συγγενή προς τον ΣΥΡΙΖΑ, τη «Δημοκρατική Αριστερά», ακόμα και τους Οικολόγους. Δεν είναι τυχαίο ότι επιμένουν να συγκρίνουν την εκλογική απόδοση του ΣΥΡΙΖΑ με εκείνη του ΚΚΕ.
Πολύ καλά γνώριζαν και γνωρίζουν ότι χώριζε και χωρίζει προγραμματικό χάος το ΚΚΕ από τις προαναφερόμενες πολιτικές δυνάμεις, ότι η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ βρίσκεται σε σύγκρουση και ανατροπή του καπιταλισμού κι όχι σε γραμμή «διαχείρισης, εξωραϊσμού του», όπως πρεσβεύει ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλα κόμματα που αυτοπαρουσιάζονται ως αριστερά. Ετσι, ένα ευρύτατο φάσμα αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων από κοινού εγκαλούσε το ΚΚΕ γιατί απέρριπτε την «αντιμνημονιακή» ή «αριστερή» πολιτική και κυβερνητική συνεργασία.
Τόσο από την καθαρά αστική πλευρά όσο και από την οπορτουνιστική αξιοποιούνταν η μεγάλη αντιφατικότητα που καταγραφόταν στις διαθέσεις της πλειοψηφίας των εργατικών και λαϊκών μαζών: Από τη μια μεριά, μετά από τριάντα χρόνια εγκλωβισμού ευρύτατων εργατικών και λαϊκών δυνάμεων στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ και την εναλλάξ διακυβέρνησή τους, διαμορφώθηκε ρεύμα απεγκλωβισμού τους λόγω του ότι και τα δύο αστικά κόμματα ηγήθηκαν σε μέτρα απόλυτης εξαθλίωσης, στηρίζοντας τις συμφωνίες διαχείρισης του δημόσιου χρέους με την ΕΕ και το ΔΝΤ. Από την άλλη μεριά, η ανοδική τάση στην ανάπτυξη ταξικών αγώνων δεν έχει ακόμα αντιστρέψει τον αρνητικό συσχετισμό πρώτ' απ' όλα στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα. Δεν έχει ακόμα περιθωριοποιήσει τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό που κυριαρχεί στις ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ, σε σημαντικό μέρος εργατικών Ομοσπονδιών και Κέντρων, ακόμα και σε πρωτοβάθμια, επιχειρησιακά σωματεία, παρά κάποιους σημαντικούς θύλακες, όπως τον οκτάμηνο απεργιακό αγώνα στην «Ελληνική Χαλυβουργία». Το εργατικό κίνημα δεν έχει ακόμα ανασυνταχθεί, ώστε να εκφράζει ένα πλειοψηφικό, μαχητικά οργανωμένο ρεύμα, συνειδητοποιημένο ως προς την ανάγκη της σκληρής ταξικής πάλης, ικανό για κλιμακούμενη σύγκρουση με τους καπιταλιστές και με τους θεσμούς της εξουσίας τους με στόχο την κατάργησή τους, την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Σε αντιστοιχία και τα κινήματα φτωχών αγροτών και αυτοαπασχολούμενων δεν είναι ακόμα μαζικά συγκροτημένα σε σαφή αντιμονοπωλιακή πάλη με πλήρη εγκατάλειψη παλιών και νέων οργανώσεων, στις οποίες κυριαρχεί ο συντεχνιασμός και ηγούνται οι καπιταλιστές. Εξακολουθεί να είναι ζητούμενο η ανασύνταξη και του λαϊκού κινήματος στην κατεύθυνση της συντονισμένης πάλης με το εργατικό κίνημα για ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων, συμπόρευση με το εργατικό κίνημα για την κατάκτηση της εργατικής - λαϊκής εξουσίας.
Αυτή η αντιφατικότητα της παρούσας κατάστασης, από την άποψη του συσχετισμού δυνάμεων, όπως ήταν αναμενόμενο, καταγράφηκε και στα αποτελέσματα των κοινοβουλευτικών εκλογών.
Με άλλα λόγια, οι βουλευτικές εκλογές είναι μια πολιτική μάχη που το αποτέλεσμά της είναι προδιαγεγραμμένο ως προς το συσχετισμό για την εξουσία ανάμεσα στις δύο βασικές και αντίθετες τάξεις, την καπιταλιστική και την εργατική. Σε τελευταία ανάλυση, από το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών δεν μπορεί να προκύψει ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών, κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Βέβαια, το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ στην Ελλάδα, δεν υποτιμά την αξιοποίηση αυτής της πολιτικής μάχης που αντικειμενικά οδηγεί στη σύνθεση αστικών οργάνων, π.χ. του Εθνικού ή Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην εκλογή δημάρχων και στη σύνθεση των Δημοτικών ή Περιφερειακών Συμβουλίων. Αξιοποιεί τη συμμετοχή των αντιπροσώπων του σε αυτά τα όργανα, για να αποκαλύπτει τον αντιλαϊκό χαρακτήρα τους, να ασκεί πίεση προς όφελος των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων. Αξιοποιεί και την προεκλογική δράση και τη βουλευτική δύναμή του για πιο άμεση πρόσβαση σε μεγάλους χώρους δουλειάς, για πλατιά προβολή των θέσεών του, για την ενθάρρυνση των μισθωτών, του βιομηχανικού προλεταριάτου να οργανωθεί, ν' αναπτύξει ταξικούς αγώνες. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ γνωρίζει και αποκαλύπτει τα «όρια» αυτής της συμμετοχής. Αυτά τα θεσμικά όργανα, λιγότερο ή περισσότερο, δεν είναι τα κύρια που συγκεντρώνουν το σύνολο της αστικής εξουσίας: απόφασης, εκτέλεσης, καταναγκασμού στην εφαρμογή. Από τον ίδιο το χαρακτήρα τους, τις νομοθετημένες λειτουργίες τους, η «δικαιοδοσία» τους μπορεί ν' ανασταλεί, αν η σύνθεση και η δράση τους έρθει σε αμφισβήτηση με το χαρακτήρα τους ως θεσμών εξασφάλισης των συμφερόντων, της εξουσίας του κεφαλαίου.(...)
Η απάτη της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
Το Εθνικό Κοινοβούλιο - βέβαια και στην Ελλάδα - εμφανίζεται στη συνείδηση λαϊκών δυνάμεων ως πιο «αντιπροσωπευτικό» όργανο, που ανάλογα με την ποσοστιαία αντιπροσώπευση ταξικά διαφορετικών δυνάμεων μπορεί να διαμορφώνει μια συνισταμένη συγκερασμού διαφορετικών ταξικών συμφερόντων.Αυτή είναι η μεγάλη απάτη της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στηρίχτηκε στην ανάγκη της καπιταλιστικής κοινωνίας ν' απελευθερώσει τον άμεσο παραγωγό από οποιαδήποτε άλλη εξάρτηση φυσικού καταναγκασμού εκτός από τον οικονομικό καταναγκασμό του κεφαλαίου. Σε πολιτικό επίπεδο αυτό αντιστοιχούσε στην τυπική «ελευθερία» των «ελεύθερων» μισθωτών να στέλνουν τους δικούς τους αντιπροσώπους στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Το γεγονός ότι η εργατική τάξη συγκροτήθηκε ως αυτοτελής πολιτική δύναμη εδώ και ενάμιση αιώνα, αντικειμενικά υποχρέωνε την αστική εξουσία όχι μόνο να διαμορφώσει τα δικά της όργανα καταστολής, αλλά και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και του κοινοβουλίου, με τρόπο που να αφομοιώνουν εργατικά κόμματα. Η αστική εξουσία δεν ήταν δυνατό να ακυρώνει την «τυπική» ελευθερία της εργατικής τάξης με παρατεταμένη νομική απαγόρευση του κόμματός της, ακόμα και σε συνθήκες σχετικά «ειρηνικής» περιόδου.
Αυτή τη μεγάλη απάτη της αστικής δημοκρατίας υπηρετεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως κύριος φορέας του οπορτουνισμού στην Ελλάδα, ο οποίος προεκλογικά υποστήριζε ότι το σημαντικό διακύβευμα ήταν αν η Ελλάδα θα έχει ένα Σύνταγμα που θα θεσμοθετήσει αλλαγές που θα βαθαίνουν τη δημοκρατία, ενώ χαρακτήρισε το εκλογικό αποτέλεσμα ως «ειρηνική επανάσταση».
Το Σύνταγμα, η κορωνίδα του καπιταλιστικού Δικαίου, σε οποιοδήποτε αστικό κράτος, προβλέπει και κατοχυρώνει την αναστολή της λειτουργίας οποιουδήποτε «αντιπροσωπευτικού» οργάνου, του ίδιου του κοινοβουλίου, αν η λειτουργία του αποσταθεροποιεί ή αμφισβητεί την καπιταλιστική ιδιοκτησία, τη νομική της κατοχύρωση, την εξασφάλισή της με μέσα καταστολής. Αυτήν την πλευρά του Συντάγματος υπερασπίζονται υπηρέτες της καπιταλιστικής εξουσίας, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, επιτιθέμενοι στο ΚΚΕ. Λόγω αυτής της ουσίας της δικτατορίας του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τη μορφή του πολιτικού συστήματός της, στην ιστορία των καπιταλιστικών κρατών, στην ιστορία των αστικών κοινοβουλίων, δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα αλλαγής του χαρακτήρα του κοινοβουλίου από όργανο καπιταλιστικής εξουσίας σε όργανο εργατικής - λαϊκής εξουσίας. Δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα υποταγής των καπιταλιστών στη θέληση - απόφαση εργατικών αντιπροσώπων στη Βουλή, επειδή κέρδισαν μεγάλο ποσοστό στο κοινοβούλιο.
Να θυμίσουμε ότι τυπικά παρουσιάστηκαν τέτοιες περιπτώσεις που στο κοινοβούλιο απέκτησαν την πλειοψηφία κόμματα που αρχικά εμφανίστηκαν ως εργατικά. Αυτά ήταν τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας. Εμφανίστηκαν καταστάσεις που «σοσιαλιστικά», «σοσιαλδημοκρατικά», κομμουνιστικά κόμματα απέκτησαν την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών (στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία κ.λπ.) ή ανέδειξαν «πρόεδρο της Δημοκρατίας» (π.χ. στην Ιταλία, στη Χιλή). Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η ανάδειξη ανάλογης κυβέρνησης ή η ανάδειξη «Προέδρου της αστικής Δημοκρατίας» δεν έγινε εφαλτήριο για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Ούτε καν αποτέλεσαν «όαση» στην έρημο της καπιταλιστικής επίθεσης. Οποτε έγιναν κάποιες παραχωρήσεις, ήταν αποτέλεσμα της συνδυασμένης επίδρασης δύο βασικών παραγόντων: Αφ' ενός λόγω ενός ιστορικά διαμορφωμένου ευνοϊκότερου συσχετισμού προς όφελος της εργατικής τάξης και της πάλης για το σοσιαλισμό, που είχε προκύψει από επαναστάσεις, αφ' ετέρου γιατί, κατά κάποιον τρόπο, ήταν γενικευμένη ανάγκη για την αναπαραγωγή του συνολικού κεφαλαίου. Γι' αυτό, άλλωστε, τέτοιες παραχωρήσεις έγιναν και από κυβερνήσεις φιλελεύθερων αστικών κομμάτων κι όχι κυρίως λόγω σύμπραξης σοσιαλδημοκρατικών ακόμα και κομμουνιστικών κομμάτων.
Εκείνο που υπάρχει ως γενικευμένο ιστορικό προηγούμενο είναι η ενσωμάτωση των «εργατικών» αντιπροσώπων στη θέληση - απόφαση, στην κυριαρχία του κεφαλαίου, μέσα κι έξω από τη Βουλή, η μετάλλαξη του εργατικού κόμματος σε αστικό κόμμα, η στήριξη του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού. Αυτή είναι η ιστορία της λεγόμενης σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και του «ευρωκομμουνισμού».
Η ζημιά που κάνει ο οπορτουνισμός
Η ιδεολογική σύγχυση, που επέφερε η μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας σε αστικό κόμμα διακυβέρνησης με οργανωμένη εργατική βάση, με επιρροή στο συνδικαλιστικό κίνημα, συνοδεύτηκε από διάφορα ρεύματα, δεξιά οπορτουνιστικά, αριστερίστικα άρνησης συμμετοχής στην «κοινοβουλευτική ειρήνη», αλλά και μεσοβέζικα συμβιβαστικά - κεντρώα, ανεξάρτητα από τον τίτλο τους που μπορεί και να είχε κομμουνιστικό επίθετο.Διαμορφώθηκε ευρύ φάσμα οπορτουνιστικών ρευμάτων από τη σοσιαλδημοκρατία των αρχών του 20ού αιώνα έως τα νεότερα οπορτουνιστικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν ακόμα και μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα εξουσίας, τις διαφορετικές αστικές επιδράσεις που δέχονταν διαφορετικά ΚΚ (π.χ. διαφορετικής κατεύθυνσης αστικές - οπορτουνιστικές επιδράσεις στο ΚΚΣΕ απ' ό,τι στο ΚΚ Κίνας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Τυποποιήθηκε όλο αυτό το φάσμα με το χαρακτηρισμό «αριστερά», υποδηλώνοντας κοινή ταξική και ιδεολογική αφετηρία. Βέβαια, τυποποιήθηκε και εξαιτίας λαθεμένης στρατηγικής κομμουνιστικών κομμάτων, λαθεμένης πολιτικής συμμαχιών με τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας ή και με διάχυση των δυνάμεων του ΚΚ σε σχήματα συνεργασίας, π.χ. του ΚΚΕ στην ΕΔΑ τις δεκαετίες 1950 και 1960 ή με προγραμματική συμφωνία με την «Ελληνική Αριστερά» (μετεξέλιξη του οπορτουνιστικού «ΚΚΕ εσωτερικού») και τη συγκρότηση του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» (1989).
Ετσι, ο όρος «αριστερά» καταγράφηκε να υπονοεί την οποιαδήποτε αναφορά κριτικής σε περιόδους όξυνσης των αντιθέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας, ιδιαίτερα σε περίοδο οικονομικής κρίσης, την οποιαδήποτε νύξη υπέρ κάποιας ή κάποιων κρατικοποιήσεων (εθνικοποιήσεων) στο έδαφος του καπιταλισμού, τάση που κυριάρχησε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξυπηρετώντας την ανασυγκρότησή του.
Η οπορτουνιστική μετάλλαξη κομμουνιστικών κομμάτων, δηλαδή η απάρνηση του επαναστατικού ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης, η επιλογή της ταξικής συνεργασίας, η απολυτοποίηση του πολιτικού αγώνα μέσα από το κοινοβούλιο, η άμεση πολιτική - ακόμα και κυβερνητική - συνεργασία με την αστικοποιημένη σοσιαλδημοκρατία, οδήγησε στο ιδεολογικό και πολιτικό τσουβάλιασμα του κομμουνιστικού κινήματος με διαφορετικά οπορτουνιστικά ρεύματα και ταυτόχρονα αποψίλωσε τον όρο «αριστερά» από όποιον πραγματικό σύγχρονο αντιμονοπωλιακό ριζοσπαστισμό.
Συνέφερε την αστική εξουσία η ομαδοποίηση κομμουνιστικών κομμάτων με οπορτουνιστικά υπό τη γενική κατηγορία «αριστερά». Αυτό το φαινόμενο το ζήσαμε κατά κόρον στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο, αλλά και κατά την εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Δεν ήταν τυχαίο που τόσο τα αστικά κόμματα (ΝΔ, ΛΑ.Ο.Σ., ΠΑΣΟΚ), οι φανεροί υπηρέτες του αστικού κατεστημένου (δημοσιογράφοι, οικονομολόγοι, στατιστικολόγοι, καθηγητές ΑΕΙ κ.λπ.), όσο και οι πολιτικοί φορείς του οπορτουνισμού και του μικροαστισμού, επέμεναν να καταγράφουν, να παρουσιάζουν το ΚΚΕ ως πολιτική δύναμη ιδεολογικά συγγενή προς τον ΣΥΡΙΖΑ, τη «Δημοκρατική Αριστερά», ακόμα και τους Οικολόγους. Δεν είναι τυχαίο ότι επιμένουν να συγκρίνουν την εκλογική απόδοση του ΣΥΡΙΖΑ με εκείνη του ΚΚΕ.
Πολύ καλά γνώριζαν και γνωρίζουν ότι χώριζε και χωρίζει προγραμματικό χάος το ΚΚΕ από τις προαναφερόμενες πολιτικές δυνάμεις, ότι η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ βρίσκεται σε σύγκρουση και ανατροπή του καπιταλισμού κι όχι σε γραμμή «διαχείρισης, εξωραϊσμού του», όπως πρεσβεύει ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλα κόμματα που αυτοπαρουσιάζονται ως αριστερά. Ετσι, ένα ευρύτατο φάσμα αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων από κοινού εγκαλούσε το ΚΚΕ γιατί απέρριπτε την «αντιμνημονιακή» ή «αριστερή» πολιτική και κυβερνητική συνεργασία.
Τόσο από την καθαρά αστική πλευρά όσο και από την οπορτουνιστική αξιοποιούνταν η μεγάλη αντιφατικότητα που καταγραφόταν στις διαθέσεις της πλειοψηφίας των εργατικών και λαϊκών μαζών: Από τη μια μεριά, μετά από τριάντα χρόνια εγκλωβισμού ευρύτατων εργατικών και λαϊκών δυνάμεων στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ και την εναλλάξ διακυβέρνησή τους, διαμορφώθηκε ρεύμα απεγκλωβισμού τους λόγω του ότι και τα δύο αστικά κόμματα ηγήθηκαν σε μέτρα απόλυτης εξαθλίωσης, στηρίζοντας τις συμφωνίες διαχείρισης του δημόσιου χρέους με την ΕΕ και το ΔΝΤ. Από την άλλη μεριά, η ανοδική τάση στην ανάπτυξη ταξικών αγώνων δεν έχει ακόμα αντιστρέψει τον αρνητικό συσχετισμό πρώτ' απ' όλα στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα. Δεν έχει ακόμα περιθωριοποιήσει τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό που κυριαρχεί στις ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ, σε σημαντικό μέρος εργατικών Ομοσπονδιών και Κέντρων, ακόμα και σε πρωτοβάθμια, επιχειρησιακά σωματεία, παρά κάποιους σημαντικούς θύλακες, όπως τον οκτάμηνο απεργιακό αγώνα στην «Ελληνική Χαλυβουργία». Το εργατικό κίνημα δεν έχει ακόμα ανασυνταχθεί, ώστε να εκφράζει ένα πλειοψηφικό, μαχητικά οργανωμένο ρεύμα, συνειδητοποιημένο ως προς την ανάγκη της σκληρής ταξικής πάλης, ικανό για κλιμακούμενη σύγκρουση με τους καπιταλιστές και με τους θεσμούς της εξουσίας τους με στόχο την κατάργησή τους, την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Σε αντιστοιχία και τα κινήματα φτωχών αγροτών και αυτοαπασχολούμενων δεν είναι ακόμα μαζικά συγκροτημένα σε σαφή αντιμονοπωλιακή πάλη με πλήρη εγκατάλειψη παλιών και νέων οργανώσεων, στις οποίες κυριαρχεί ο συντεχνιασμός και ηγούνται οι καπιταλιστές. Εξακολουθεί να είναι ζητούμενο η ανασύνταξη και του λαϊκού κινήματος στην κατεύθυνση της συντονισμένης πάλης με το εργατικό κίνημα για ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων, συμπόρευση με το εργατικό κίνημα για την κατάκτηση της εργατικής - λαϊκής εξουσίας.
Αυτή η αντιφατικότητα της παρούσας κατάστασης, από την άποψη του συσχετισμού δυνάμεων, όπως ήταν αναμενόμενο, καταγράφηκε και στα αποτελέσματα των κοινοβουλευτικών εκλογών.