Το ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε στην ελληνική πολιτική σκηνή και έκανε έντονη την παρουσία του σε κάθε στιγμή της μεταπολίτευσης. Κατάφερε μόλις ανέβηκε στην εξουσία το 1981 να διατηρηθεί σε αυτήν με την εξαίρεση λίγων ετών.
Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι ακόμα και την ώρα που ο ίδιος ο πρόεδρος του ανακοινώνει τον θάνατο του ΠΑΣΟΚ, το ΠΑΣΟΚ είναι στην εξουσία, έστω σαν δεύτερος πόλος.
Το ΠΑΣΟΚ είχε διαχρονικά μια μοναδική δυνατότητα να καταφέρνει να μεταλλάσσεται ως χαμαιλέων εκφράζοντας τις γενικές απαιτήσεις της εποχής.
Στην μεταδιδακτορική Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε ως εγγυητής της δημοκρατίας, ως μια κεντροαριστερή πολιτική δύναμη που ήρθε να βάλει τέλος στο μετεμφυλιακό και δικτατορικό κατεστημένο της δεξιάς.
Ως κυβέρνηση κατέστρεψε τα αρχεία που διατηρούσε η Ασφάλεια για τους κομμουνιστές, έδωσε συντάξεις στους αγωνιστές της εθνικής αντίστασης, στήριξε τα πάντα επιρρεπή στον φασισμό, μεσαία στρώματα.
Ήταν η εποχή στην οποία η ελληνική αστική τάξη έπρεπε να περάσει στο επόμενο στάδιο, δηλαδή σε αυτό στο οποίο την προστασία από το δικτατορικό καθεστώς θα αντικαθιστούσε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης, αυτό του συμβατού με τα ευρωπαϊκά ήθη δικομματισμού.
Παράλληλα η ολοκλήρωση της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ έθετε ένα νέο πλαίσιο το οποίο χρειαζόταν εκτός από τις κατάλληλες κυβερνήσεις και τις κατάλληλες αντιπολιτεύσεις.
 Όπως αποδείχθηκε από την ιστορία ήταν πολύ διαφορετική η αντίθεση του ΠΑΣΟΚ στην ΕΟΚ με αυτήν του ΚΚΕ.
Ο αντιευρωπαϊκός, αντιαμερικανικός, αντινατοϊκός λόγος του ΠΑΣΟΚ προφανώς είχε μοναδικό στόχο να μην επιτρέψει την ριζοσπαστικοποίηση του λαού ή ακόμα καλύτερα να αμβλύνει την ήδη ριζοσπαστικοποιημένη συνείδηση του λαού, ο οποίος λίγα χρόνια νωρίτερα έγραφε στις πύλες του Πολυτεχνείο «έξω αι ΗΠΑ έξω το ΝΑΤΟ».
Την εποχή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, λοιπόν, δεν αρκούσε μια πιστή στο ευρωπαϊκό όραμα της Ελλάδας κυβέρνηση του Καραμανλή,
αλλά και μια πιστή αντιπολίτευση η οποία θα χρησιμοποιούσε ριζοσπαστική συνθηματολογία και θα λειτουργούσε ως το αντίβαρο, ως ο δεύτερος πόλος.
Το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από την προσωπολατρία. Ο Ανδρέας λατρεύτηκε από τους οπαδούς του ως Θεός, ως ο «εκλεκτός» με τον οποίο κάθε επόμενος πρόεδρος ήταν καταδικασμένος να συγκρίνεται ανεπιτυχώς.
Η ισχυρή του προσωπικότητα επισκίαζε για πολλά χρόνια ακόμα και τους στενότερους συνεργάτες, τους ανθρώπους που κατά τον Κατσιφάρα πριν γίνουν υπουργοί δεν τους γνώριζε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους.
Όμως η προσωπικότητα του αρχηγού, όσο λαμπερή κι αν παρέμεινε ακόμα και μετά την επιλογή του να δανειστεί χρήματα για να χτίσει την περίφημη ροζ βίλα,
δεν αρκούσε για να εγκατασταθεί επιτυχώς το ΠΑΣΟΚ στην αντίληψη, την καρδιά και το μυαλό του οπαδού-φρουρού-ψηφοφόρου του.
Δύο πολύ σημαντικοί πυλώνες της λειτουργίας του ΠΑΣΟΚ όλα αυτά τα χρόνια ήταν ο συνδικαλισμός και τα ΜΜΕ.
Οι μετακινήσεις από την προεδρία της ΓΣΕΕ στα βουλευτικά έδρα του ΠΑΣΟΚ, από εκεί στο Υπουργικό Συμβούλιο και μετά στην αποστρατεία μέσω μιας τιμητικής θέσης σε ένα Ινστιτούτο ή Ίδρυμα πραγματοποιούνταν με την ακρίβεια των δρομολογίων του μετρό, αφού ήξερες από πριν την εξέλιξη του κάθε «αγωνιστή» συνδικαλιστή του ΠΑΣΟΚ.
Η σχέση με τα ΜΜΕ έχει αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια μυθικές διαστάσεις.
Το γεγονός ότι τα περισσότερα και πιο δημοφιλή ΜΜΕ λειτουργούσαν σαν γραφείο τύπου του ΠΑΣΟΚ ήταν γνωστό επί χρόνια, πολύ πριν αρχίσει να μας ενοχλεί ο Πρετεντέρης, η Τρέμη, κι ο Καψής.
Οι σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με μεγάλα κανάλια και εφημερίδες, με επιχειρηματίες που έπαιρναν τα δημόσια έργα ήταν από χρόνια γνωστές όμως μάλλον τότε δεν ενοχλούσαν κανέναν.
Άλλωστε η πιο γνωστή φράση που άκουγες πριν από κάθε εκλογική διαδικασία ήταν: αρκετά φάγανε αυτοί, ας φάνε κι οι άλλοι.
Το φαγοπότι του ΠΑΣΟΚ επηρέασε και το είναι του.
Τα λαϊκά παιδιά με τα ζιβάγκο άρχισαν να προκαλούν με τις σχέσεις τους με επιχειρηματίες, με τα ακριβά τους σπίτια, τις διακοπές τους στα κότερα και τους πανάκριβους γάμους τους.
Το ΠΑΣΟΚ όμως διατηρούσε την απίστευτη ικανότητα του να εκφράζει τις κάθε φορά απαιτήσεις της αστικής τάξης.

Το ίδιο έγινε και την εποχή του «εκσυγχρονισμού».
Η εκλογική αναμέτρηση του Σημίτη με τον Έβερτ σηματοδότησε την απαρχή της εποχής του εκσυγχρονισμού, την εποχή στην οποία οι νέες συνθήκες της, ευρωπαϊκής πια, Ελλάδας δημιουργούσαν νέες απαιτήσεις από τα πολιτικά κόμματα.
Το ΠΑΣΟΚ το κατάλαβε πρώτο κι έτσι μετέβαλλε ριζικά τον πολιτικό του λόγο, διατηρώντας από την παλιά σοσιαλδημοκρατία μόνο την λέξη «σύντροφοι» την οποία έβγαζε από το συρτάρι σε κάθε του συνέδριο.
Ήταν η εποχή της σύγκλισης, όχι μόνο με την ΕΕ, αλλά και με το μοντέρνο, νεοφιλελεύθερο κομμάτι της ΝΔ, το οποίο πάλευε να αναγεννηθεί μετά την καταστροφική τριετία Μητσοτάκη-Μάνου. Από την εποχή του Σημίτη τα δύο κόμματα έχασαν ουσιαστικά τις διαφορές τους ή τουλάχιστον τις περιόρισαν σε ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας, όπως το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Το ΠΑΣΟΚ κατάφερνε να εκφράσει τα νέα αναδυόμενα στρώματα (νέοι επιστήμονες, αυτοαπασχολούμενοι, μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες) τα οποία εμφανίζονταν δυναμικά στην ελληνική κοινωνία, την εποχή στην οποία η χώρα είχε μετατραπεί σε διαπλεκόμενο εργοτάξιο και η ανάπτυξη –αν και η εγκυρότητα των στατιστικών στοιχείων αμφισβητείται- έτρεχε με τρελούς ρυθμούς.

Η διατήρηση των δεσμών με το παρελθόν γινόταν μόνο συμβολικά καθώς πολιτικά αυτοί οι δεσμοί είχαν διαρραγεί.
Άλλωστε από την εποχή των αμπέχονων, των μεγάλων πολιτικών συγκεντρώσεων και των φεστιβάλ, περάσαμε στην εποχή των εκατομμυρίων μικρομετόχων, των εργαζόμενων που ξεκοκκάλιζαν τα πορτοκαλί φύλλα των εφημερίδων για να ενημερωθούν για τα blue chips, την εποχή της συνειδητοποίησης της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας.
Το ΠΑΣΟΚ, εκτός από τον τεχνοκράτη Σημίτη διέθετε στο δυναμικό του ανθρώπους όπως ο Γιαννίτσης, ο Αλέκος Παπαδόπουλος, ο Χριστοδουλάκης και πολλοί άλλοι πολιτικοί τους οποίους δεν παρέλειπε να θαυμάζει ακόμα και ο Μητσοτάκης.
Διέθετε όμως και έναν Τσουκάτο, έναν Μαντέλη, έναν Τσοχατζόπουλου και πολλούς άλλους.
Αφού περάσαμε με επιτυχία την εποχή του εκσυγχρονισμού, και αφού το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να βάλει την σφραγίδα του στην στρατηγική επιλογή της εγχώριας και ευρωπαϊκής αστικής τάξης, την δημιουργία της Ευρωζώνης, ήρθε σταδιακά η ώρα της αλλαγής σελίδας.
Άλλωστε η διατήρηση του δικομματισμού επιβάλλει τις τακτικές αλλαγές κυβερνήσεων έτσι ώστε να μπορεί το καθένα από τα δύο κόμματα να βρίσκει τον χρόνο να προσαρμόζεται για την νέα εποχή.

Κι έτσι περνάμε στην εποχή στην οποία την χώρα κυβερνούσε ο Καραμανλής και το ΠΑΣΟΚ αναδείκνυε αρχηγό τον Γιώργο Παπανδρέου.
Βρισκόμαστε σε μια ιστορική εποχή στην οποία κυριαρχεί η αντίληψη ότι έχουν τελειώσει οι ιδεολογίες, ότι βρισκόμαστε στην περίφημη «μεταβιομηχανική εποχή» στην οποία οι παραδοσιακές πολιτικές δομές αντικαθίστανται από ευέλικτα κοινωνικά δίκτυα, η ταξική πάλη δίνει τη θέση της στα κοινωνικά κινήματα.
Ο μεταμοντερνισμός σαρώνει τις παραδοσιακές μεγάλες αφηγήσεις κάνοντάς τες να ακούγονται εκτός χρόνου και γραφικές.
Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται ο Γιώργος Παπανδρέου να φέρει έναν νέο αέρα στο κίνημα, προτάσσοντας την περίφημη συμμετοχική δημοκρατία ως την νέα πρόκληση.
Οι πρώτες του κινήσεις ήταν να τοποθετήσει στα ψηφοδέλτιά του τον Μάνο, τον Ανδριανόπουλο, την Δαμανάκη και τον Ανδρουλάκη.

Όλοι οι καλοί πάντα χωρούσαν στο ΠΑΣΟΚ.
Άλλωστε αυτός είναι και ένας από τους λόγους της επιτυχίας του. Λειτουργούσε περισσότερο σαν ένα σούπερ-μάρκετ ιδεολογιών, στο οποίο ο καθένας μπορούσε λίγο πολύ να βρει αυτό που θέλει. Από τον Στρατηγό Σπυριούνη και τον Παπαθεμελή που εξέφραζαν την χριστιανική, πατριωτική δεξιά, στους γνήσιους σοσιαλδημοκράτες τύπου Κανελλόπουλου, Παπουτσή, Καστανίδη, Κακλαμάνη, τους νεοφιλελεύθερους Μάνο, Ανδριανόπουλο, Χριστοδουλάκη, Διαμαντοπούλου, τους «πάω με όλα» Βενιζέλο, Πάγκαλο, Χρυσοχοϊδη, αυτούς που έπαθαν πολιτικό Αλτσχάιμερ όπως ο Κουλούρης, και φυσικά τους πρώην κομμουνιστές, που αφού έκαναν το αστικό αγροτικό τους στον ΣΥΝ, εντάχθηκαν στο ΠΑΣΟΚ (Ανδρουλάκης, Δαμανάκη, Μπίστης και πολλοί, πολλοί άλλοι).
Όλα έδειχναν ότι αυτή η ποικιλία στην σύνθεση του ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να αποτελέσει το όχημα στην μετάβαση στην εποχή των μεταμοντέρνων κομμάτων, στην εποχή του τέλους των συλλογικοτήτων, στην εποχή της αποκτηνωμένης ατομικότητας.
 Και ίσως αν δεν υπήρχε η οικονομική κρίση αυτό να είχε συμβεί. Άλλωστε οι σύγχρονες απαιτήσεις της αστικής τάξης, ακόμα και πριν από την κρίση, επέβαλλαν μια αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας που βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τις μεταμοντέρνες ιδέες.
Η αντίληψη του εαυτού ως μοναδικού με την ταυτόχρονη περιφρόνηση ή άρνηση της συλλογικότητας
(είτε αυτή είναι κόμμα είτε σωματείο είτε οτιδήποτε άλλο)
είναι η μια όψη του νομίσματος το οποίο στην άλλη απεικονίζει το τέλος των συλλογικών συμβάσεων ή το τέλος της αλληλεγγύης της κοινωνίας
(ή τουλάχιστον την έκφρασή της μέσω ΜΚΟ)
απέναντι σε ζητήματα όπως αυτό της μετανάστευσης ή της εγκληματικότητας.
Με ανάλογο τρόπο έδρασαν οι αγώνες για ατομική ελευθερία στα κινήματα της δεκαετίας του 1960.
Έστρωσαν το χαλί στον επερχόμενο νεοφιλελευθερισμό και την αμφισβήτηση της έννοιας της συλλογικότητας ως κάτι που τελικά περιορίζει τις ατομικές δυνατότητες και ελευθερίες.
Το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων δεν χτύπησε βέβαια με τον ίδιο τρόπο όλες τις ιδεολογίες.
 Η κυρίαρχη φιλελεύθερη ιδεολογία (στην νεοφιλελεύθερη πλέον εκδοχή της) στήριξε και στηρίζει αυτό το ιδεολόγημα, θέλοντας να εμφανίσει την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων ως μια φυσική διαδικασία που προέρχεται από την κοινωνική ζωή και όχι ως συνειδητό αποτέλεσμα της ταξικής κυριαρχίας που προϋποθέτει η ίδια η φιλελεύθερη ιδεολογία.
Συνεπώς το μεγάλο χτύπημα το δέχθηκε ο μαρξισμός και το κομμουνιστικό κίνημα.
Η αντίληψη ότι ‘έτσι έχουν τα πράγματα και δεν αλλάζουν’ διαπέρασε τα λαϊκά στρώματα, χωρίς να χρειαστεί να διαβάσουν Λυοτάρ ή Φουκογιάμα.
Αυτή η αντίληψη εκδηλώθηκε στην πολιτική με την άποψη ότι ‘όλοι είναι ίδιοι’ και εκφράστηκε τα προηγούμενα χρόνια με την απομαζικοποίηση των σωματείων αλλά και μέσω της αποχής. Αυτό το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον έδειχνε να ταιριάζει σε ένα κόμμα με τον χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ καθώς και με τα νέα ήθη που προσπάθησε να επιβάλλει.
 Θυμίζω τις προτάσεις μετεκλογικής συνεργασίας προς τους Οικολόγους και τελικά την υπουργοποίηση μιας νέας κοπέλας που ο Πρωθυπουργός γνώρισε στο γυμναστήριο.
Η σοσιαλδημοκρατία, με τη μορφή που είχε, έχει τελειώσει σε ολόκληρο τον κόσμο.
 Έχει παραιτηθεί ακόμα και από τα στοιχειώδη αιτήματα για καλύτερο κοινωνικό κράτος, δωρεάν παιδεία και υγεία.
Έγινε παντού το συμπλήρωμα της κλασικής νεοφιλελεύθερης, συντηρητικής παράταξης κάθε χώρας.
Υπό αυτή την έννοια η δήλωση του Ευάγγελου Βενιζέλου ότι το ΠΑΣΟΚ όπως το ξέραμε πέθανε, δεν έχει μόνο αναφορά στις συνεχόμενες εκλογικές κατραπακιές, ούτε στην επερχόμενη αλλαγή του ονόματος του για να σβήσει τα χρέη του.
Σηματοδοτεί και την μετακίνηση του σε έναν διαφορετικό ιδεολογικό χώρο ο οποίος θα καλύψει το αναμενόμενο κενό που θα προκύψει μετά την κατάρρευση των συντηρητικών-φιλελεύθερων δυνάμεων.
Στην Ελλάδα κάτι τέτοιο είναι ήδη ορατό.
 Η Νέα Δημοκρατία μετρά μέρες.
Είχε σημαντικές απώλειες πριν ακόμα κληθεί να κυβερνήσει.
Το σίγουρο είναι ότι το τέλος της θητείας της θα την βρει με διαλυμένη κομματική βάση και ποσοστά πολύ πιο χαμηλά από όσο φανταζόμαστε τώρα.
Στον χώρο του παλιού ΠΑΣΟΚ, αυτόν της σοσιαλδημοκρατίας για να το δώσουμε σχηματικά, εμφανίζονται αρκετοί μνηστήρες.
Αρχικά εμφανίστηκαν κινήσεις τύπου Κοινωνικής Συμφωνίας. Πιθανόν να σκέφτηκαν ότι είναι εύκολο να ξαναφτιάξεις το ΠΑΣΟΚ αρκεί να χαρακτηρίσεις νεοφιλελεύθερους αυτούς που βρέθηκαν ως λαθρεπιβάτες στο τιμόνι του.
Όμως η χρόνια έκθεση των στελεχών του στον ΠΑΣΟΚισμό, καθώς και η άνευρη δημιουργία και εκπροσώπησή τους, παρέπεμπε ευθέως σε ξαναζεσταμένη σούπα και όχι λαχταριστό φαγητό.
Η ΔΗΜΑΡ , η οποία μιλάει για δημοκρατικό σοσιαλισμό, εννοώντας μια σύγχρονη εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας σύμφωνη με τις απαιτήσεις της σύγχρονης αστικής τάξης, μάλλον καίγεται από την βιασύνη της να επιδείξει υπευθυνότητα.

Συνεπώς το μόνο κόμμα που θα παίξει τον κεντρικό ρόλο στην ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι έκανε «μεταγραφές» στελεχών από το (βαθύ) ΠΑΣΟΚ.
Ούτε το ότι ήδη άρχισε να δείχνει διαπιστευτήρια σοβαρότητας, λειαίνοντας τον πολιτικό του λόγο όσο χρειάζεται για να μπαλατζάρει ανάμεσα σε υπευθυνότητα και δυναμισμό, κινήματα και αστικοκοινοβουλευτική προτεραιότητα στην πολιτική του, επαναστατική ρητορική και ‘θα σας ταράξουμε στην νομιμότητα’.

Ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο το εγχείρημα της ανανέωσης της σοσιαλδημοκρατίας με τα σύγχρονα χαρακτηριστικά που απαιτούνται, είναι ακριβώς επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται από αλλού.

Έρχεται ως η «ριζοσπαστική Αριστερά» η οποία εκφράζει την διάρρηξη με τους δεσμούς του παλιού, σάπιου συστήματος και θεωρητικά εκφράζει τον κόσμο που πλήττεται περισσότερο από την οικονομική κρίση.
Ως εκ τούτου μπορεί να είναι ανάλογα πετυχημένο το έργο του στην ανάσχεση της ριζοσπαστικοποίησης της συνείδησης του λαού,
όπως εκείνο του πρώιμου ΠΑΣΟΚ,
που μετέτρεψε τον αντιεοκισμό και αντιαμερικανισμό του ελληνικού λαού σε μεγαλύτερη υποταγή τόσο στην ΕΕ όσο και στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Μπορεί να ενσωματώσει φωνές αντιφατικές έως και αντίρροπες, υπό την σκέπη ενός αρχηγού, στρέφοντάς τες εντέλει σε μια ακίνδυνη για το σύστημα κατεύθυνση.
Οι πρώτες εντυπώσεις που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση άλλωστε δείχνουν ότι βαδίζει με σταθερά βήματα προς την κατεύθυνση της ομαλότητας, δίνοντας διαπιστευτήρια στις «αγορές» και τους δανειστές.
Το ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ δεν τίθεται σωστά.
Το ερώτημα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναλάβει την αναζωογόνηση  ενός πολιτικού χώρου ο οποίος δείχνει να μένει ορφανός ή αν θα στραφεί προς πραγματικά ριζοσπαστικές πολιτικές.
Αν δηλαδή θα πάει με το λαό ή με το σύστημα.
Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι και πολύ ενθαρρυντική.
Τα βήματα του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο, προς την σοσιαλδημοκρατία δεν γίνονται επειδή βρέθηκαν σε αυτόν δεκάδες πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ, αλλά κυρίως  διότι έτσι κι αλλιώς ο ΣΥΡΙΖΑ ευαγγελίζεται ρητορικά κάτι το οποίο είναι αδύνατο να συμβεί: να μπορεί να είναι με τον λαό χωρίς να συγκρούεται με το κεφάλαιο, και πάντα εντός της ΕΕ.
Αυτή η θολούρα ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικό της σοσιαλδημοκρατίας.