Συνεδρίασε η ΚΕ του ΚΚΕ στις 9 Ιουλίου 2012 με θέμα τα συμπεράσματα από τις εκλογικές αναμετρήσεις και τα άμεσα καθήκοντα του Κόμματος.
Η ΚΕ πήρε υπόψη την συζήτηση που προηγήθηκε στα όργανα και στις ΚΟΒ, σε συσκέψεις οπαδών και φίλων του Κόμματος, τις παρατηρήσεις, υποδείξεις και προτάσεις, καθώς και τα συμπεράσματα από τις συνεδριάσεις των οργάνων και των ΟΒ της ΚΝΕ. Τα συμπεράσματα της ΚΕ θα τεθούν για συζήτηση και έγκριση στις ΚΟΒ του Κόμματος και στις οργανώσεις της ΚΝΕ.
Η συζήτηση στο Κόμμα και την ΚΝΕ, όπως και με φίλους και οπαδούς,
έδειξε ότι παρά τις απώλειες και τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων,
υπάρχει και πείσμα και αποφασιστικότητα στην παρέμβαση στο κίνημα και στις εξελίξεις, στις σύνθετες απαιτήσεις και ανάγκες του λαού που αυξάνονται, στην ισχυροποίηση των οργανώσεων του Κόμματος και της ΚΝΕ.
Η ΚΕ δίνει στη δημοσιότητα τις παρακάτω εκτιμήσεις:
1. Οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με απόσταση μεταξύ τους μόλις ενάμιση μήνα (6 Μαΐου και 17 Ιουνίου) έχουν και ενιαία στοιχεία, αλλά και ορισμένες διαφορές που καθόρισαν το κριτήριο ψήφου, στην καθεμία, ανάμεσα στην πρώτη και την δεύτερη. Οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις διεξήχθησαν σε συνθήκες παρατεταμένης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης που έφερε όξυνση του δημοσίου χρέους.
Η διαχείριση του δημοσίου χρέους είχε ως συνέπεια το Μνημόνιο 1 με στόχο την εσωτερική υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης. Ακολούθησε το Μνημόνιο 2 ως συνοδευτικό της Δανειακής Σύμβασης που επέφερε νέο κούρεμα χρέους και ένα νέο κύμα απαξίωσης της εργατικής δύναμης. Ταυτόχρονα από επίσημες πηγές προβάλλονταν το ενδεχόμενο είτε νέας ελεγχόμενης είτε ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας σε συνθήκες νέας εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη. Όλα αυτά καθώς και η μεγάλη επιθετικότητα του κεφαλαίου για την ανατροπή του συνόλου των εργασιακών σχέσεων, η διόγκωση της ανεργίας επέδρασαν και στην εκλογική συμπεριφορά. Οι εργατικοί λαϊκοί αγώνες που ξέσπασαν και κλιμακώθηκαν στη διάρκεια της κρίσης καλλιέργησαν κύμα λαϊκής οργής και δυσαρέσκειας σε βάρος τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ, αλλά ταυτόχρονα παρέμβαινε το σύστημα με στόχο την κάμψη της λαϊκής αντίστασης, την εκτροπή από ριζοσπαστικούς στόχους, με την προβοκάτσια και τη σύγχυση.
Στις εκλογές του Μαΐου σημειώθηκε πρωτόγνωρη και ταυτόχρονη καθίζηση της εκλογικής δύναμης τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ, ενώ ο τρίτος εταίρος – ΛΑΟΣ – της προηγούμενης τρικομματικής κυβέρνησης έμεινε εκτός βουλής.
Το Κόμμα είχε μικρή άνοδο αλλά με εμφανείς διαρροές προς ΣΥΡΙΖΑ στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ταυτόχρονα απέσπασε ψήφους από άλλα κόμματα κυρίως από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων των δύο αστικών κομμάτων διασκορπίστηκαν κυρίως σε ιδεολογικά συγγενείς πολιτικούς χώρους που είχαν κοινό τόπο την καταδίκη του Μνημονίου, το οποίο αναγόρευαν ως αιτία της κρίσης και της όξυνσής της.
Ένα μεγάλο μέρος της δυσαρέσκειας κατά του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ καρπώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος θέτει το ζήτημα της αριστερής κυβέρνησης, καθώς και τα νέα κόμματα που σχηματίσθηκαν από αποσκιρτήσεις βουλευτών της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και η ΔΗΜΑΡ, ενώ για πρώτη φορά με σημαντικό εκλογικό ποσοστό μπαίνει στην βουλή η φασιστική αντικομμουνιστική ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ.
Στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση ενισχύεται η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το ΚΚΕ έχει μεγάλες απώλειες, το 48,3% των ψήφων της 6ης Μαΐου, με κύρια τάση διαρροών περίπου 55% προς το ΣΥΡΙΖΑ και 38% προς την αποχή, σύμφωνα, με τις διάφορες μετρήσεις. Όλα τα άλλα κόμματα είχαν επίσης απώλειες πλην ΝΔ και ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ.
Στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση βασικό κριτήριο ψήφου γίνεται η αναγκαιότητα σχηματισμού κυβέρνησης με πυρήνα τη ΝΔ ή το ΣΥΡΙΖΑ,
ενώ σημειώνεται σημαντική υποχώρηση στο κριτήριο ψήφου με βάση την κατάργηση του Μνημονίου.
Στη θέση της κατάργησης προωθείται η αναδιαπραγμάτευση σε συνδυασμό με την διαβεβαίωση για πάση θυσία παραμονή της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ, στην ΕΕ.
Ενώ στις εκλογές του Μαΐου εκδηλώθηκε ως ένα βαθμό η θετική τάση καταδίκης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, με σαφή αντίθεση στο Μνημόνιο και τις επιλογές της ΕΕ,
στη δεύτερη αναμέτρηση σημειώνεται υποχώρηση, κάτω από τον καταιγισμό τρομοκρατικών διλημμάτων και προσμονής άμεσης ανακούφισης από μια αριστερή η κεντροαριστερή κυβέρνηση.
Τα πιο έκδηλα αρνητικά χαρακτηριστικά είναι η μεγάλη μείωση της εκλογικής δύναμης του ΚΚΕ, η ενδυνάμωση της ΝΔ, η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ, η αντοχή της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ.
Η ισχυροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ συντελέσθηκε και ενώ αποκαλύφθηκε η διαχειριστική του λογική.
Το κυβερνητικό πρόγραμμα που παρουσίασε, απέβαλε τα όποια φραστικά ριζοσπαστικά συνθήματα είχε αναδείξει πριν τις εκλογές της 6ης Μαΐου.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, έγινε συστηματική και μελετημένη ιδεολογική – πολιτική επίθεση στο Κόμμα, προσαρμοσμένη στις ανάγκες του συστήματος για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, εγκλωβισμού της λαϊκής δυσαρέσκειας σε ανώδυνες για το σύστημα επιλογές, την αναχαίτιση της δυναμικής που φέρνει η ταξική πάλη, το οργανωμένο εργατικό κίνημα.
Η ΚΕ εκτιμά ότι υπάρχει σοβαρή έλλειψη στη δουλειά του Κόμματος με τον περίγυρό του, τους φίλους και οπαδούς για την ανάδειξη των θέσεών μας σχετικά με το χαρακτήρα των εκλογών για το αστικό κοινοβούλιο και την ανάδειξη κυβέρνησης στα πλαίσια του συστήματος ευρύτερα.
Αυτό δεν έρχεται καθόλου σε αντίθεση με την ανάγκη να ισχυροποιείται το ΚΚΕ και στο αστικό κοινοβούλιο, ως δύναμη εργατικής – λαϊκής αντιπολίτευσης, όμως δεν πρέπει να θεωρούνται οι εκλογές ως η μάχη των μαχών, αποσπασμένη από το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης.
2. Οι αγώνες που αναπτύχθηκαν με το ξέσπασμα και την όξυνση της κρίσης, παρά την άνοδο της μαζικότητάς τους, το δυναμισμό των μορφών πάλης (πάνω από τριάντα απεργιακές κινητοποιήσεις, μαζικές διαδηλώσεις, καταλήψεις, άρνηση πληρωμών σε χαράτσια και διόδια κλπ),
δεν οδήγησαν στη συνειδητοποίηση του χαρακτήρα της κρίσης, στην αποδοχή της πολιτικής εξόδου από αυτή, με σύγκρουση με την ΕΕ – μονομερή διαγραφή του χρέους – κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής.
Ήταν αγώνες που δεν αναχαίτισαν τα μέτρα. Δεν συνοδεύτηκαν από άνοδο της μαζικότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργατοϋπαλλήλων, των αυτοαπασχολούμενων στην πόλη και την ύπαιθρο, ουσιαστικές αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων, άνοδο του κινήματος της νεολαίας, μαζικοποίηση των ιδιαίτερων μορφών οργάνωσης των γυναικών.
Η μαζική καταδίκη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, η εγκατάλειψή τους από εργαζόμενους, από νεώτερες ηλικίες, περισσότερο αφορούσε ζητήματα διαχείρισης και λιγότερο τον ίδιο τον ταξικό χαρακτήρα των κομμάτων αυτών, τη δράση των μονοπωλίων, τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ.
Συνοδεύτηκε από μείωση απαιτήσεων και έκπτωση αιτημάτων.
Είναι ιστορικά γνωστό από ανάλογες περιστάσεις, και γι αυτό υπενθυμίσαμε από τις αρχές του 2010, ότι σε συνθήκες κρίσης συνυπάρχουν και οι δύο εκδοχές: το κίνημα να δεχθεί χτύπημα, να υποχωρήσει ή να κάνει ένα σοβαρό βήμα στην κατεύθυνση της αντεπίθεσης, της πολιτικής ρήξης και σύγκρουσης με τα μονοπώλια και τα αστικά κόμματα.
Στη μαζικοποίηση των αγώνων συνέβαλε η είσοδος νέων τμημάτων της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, που δεν είχαν αποκτήσει την απαιτούμενη πολιτική πείρα, κυρίως διακατέχονταν από τη θέληση για μια άλλη διαχείριση που τάχα θα σταματήσει τον κατήφορο, θα δώσει εδώ και τώρα λύση στα οξυμένα προβλήματά τους.
Η αντίθεση προς τις επιλογές της ΕΕ, των μνημονίων, δεν συμβάδιζε με την συνειδητοποίηση ότι αυτές εκφράζουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης της χώρας.
Η καπιταλιστική κρίση και τα Μνημόνια αναγορεύτηκαν σε ζήτημα ιδιοτελούς, ανίκανης και υποτελούς διαχείρισης-διαπραγμάτευσης από το αστικό πολιτικό προσωπικό. Αυτή ήταν η βάση της ρηχής αντιμνημονιακής λογικής που πρόβαλαν ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, αλλά και η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ.
Ειδικό αρνητικό ρόλο διαδραμάτισε το ρεφορμιστικό – οπορτουνιστικό ρεύμα που είναι σχετικά δυνατότερο στα τμήματα των εργατοϋπαλλήλων με διασφαλισμένη ως τώρα μονιμότητα στην δουλειά, σχετικά καλύτερους μισθούς και παροχές.
Η αυταπάτη για εδώ και τώρα άμεση λύση, χωρίς σύγκρουση και ρήξη με το κεφάλαιο, την ΕΕ, δυνάμωνε και στην εργατική τάξη στον ιδιωτικό τομέα που απότομα πέρασε σε συνθήκες σχετικής ή απόλυτης εξαθλίωσης και μεγάλης ανεργίας, ανασφάλειας.
Η περίοδος αυτή χρειάζεται ιδιαίτερη μελέτη ώστε να βγουν πιο ολοκληρωμένα συμπεράσματα για την ιδεολογικοπολιτική πάλη, τους δεσμούς που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στο κόμμα και την εργατική τάξη, στα λαϊκά στρώματα, μελέτη που συνδυάζεται με την επεξεργασία των θέσεων προς το 19ο συνέδριο.
Τα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης με την βοήθεια θυλάκων της ιδιαίτερης επιρροής τους στους κόλπους της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά και των μηχανισμών του κράτους, ξεκίνησαν την προσπάθεια για αναμόρφωση του αστικού πολιτικού σκηνικού, καθώς διέβλεψαν ότι τα δύο αστικά κόμματα δεν μπορούσαν να ελέγξουν την λαϊκή οργή και αγανάκτηση, και επομένως υπήρχε κίνδυνος να διαμορφωθεί ένα ασταθές αστικό πολιτικό σύστημα σε συνθήκες που βαθαίνει η κρίση.
Στα πλαίσια αυτά και βεβαίως κάτω από την πίεση των αγώνων, της γενικευμένης λαϊκής οργής, εμφανίζονται νέα φαινόμενα (σε σχέση με όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης), όπως οι διαρροές 60 βουλευτών, η ανατροπή του Γ. Παπανδρέου, η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ- ΝΔ με πρωθυπουργό το Λ. Παπαδήμο, αρχικά και με τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ. Και ενώ η βουλή του 2009 ξεκίνησε με 5 κόμματα, τέλειωσε την θητεία της με 9 κόμματα και πολιτικούς σχηματισμούς.
Στο έδαφος αυτό σχηματίσθηκαν, στις 6 Μάη δύο πόλοι: ο ένας με βάση την ΝΔ ως κεντροδεξιό τόξο, και ο άλλος με βάση τον ΣΥΡΙΖΑ ως κεντροαριστερό, που προκάλεσαν και το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου.
Ο πόλος του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύθηκε με οργανωμένη μαζική μετακόμιση οργανώσεων του ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής μεγάλο μέρος του στελεχικού δυναμικού ιδιαίτερα από τον δημόσιο τομέα, τις πρώην ΔΕΚΟ, το τραπεζικό σύστημα, αλλά και τον κρατικό μηχανισμό. Η οργανωμένη μετακίνηση αγκάλιασε και ένα μέρος τοπικών οργανώσεων του ΠΑΣΟΚ. Η μετακόμιση βεβαίως διευκολύνθηκε λόγω της απογοήτευσης και δυσαρέσκειας, της απήχησης των θέσεων του οπορτουνισμού στα παραπάνω τμήματα των εργατοϋπαλλήλων.
Η αστική τάξη της χώρας έριξε βάρος στην ανασύνταξη της σοσιαλδημοκρατίας που είναι το κύριο εργαλείο της για την κυριαρχία του ρεφορμισμού στο εργατικό κίνημα.
Διαμορφώθηκε έτσι το έδαφος για ανάδειξη μιας νέας βουλής και κυβέρνησης χωρίς την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία των δύο παραδοσιακών αστικών κομμάτων.
Στην διάρκεια της δεύτερης προεκλογικής περιόδου υπήρξε μια απροκάλυπτη επέμβαση της Κομισιόν, των ΗΠΑ, του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ, των διεθνών μέσων ενημέρωσης στο να αποτραπεί η αμφισβήτηση του Μνημονίου-Δανειακής Σύμβασης σε μια περίοδο που ξέσπασε πιο δυνατή η κρίση στην Ισπανία και αναμενόταν τόσο αυτή η χώρα, όσο και άλλες, π.χ. Ιταλία και Κύπρος, να ζητήσουν να ενταχθούν σε καθεστώς δανειοδότησης από ΕΕ-ΔΝΤ.
Η επέμβαση αυτή έγινε σε συνθήκες όξυνσης των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών ανάμεσα στις ηγετικές δυνάμεις στο εσωτερικό της ΕΕ αλλά και στις γενικότερες αντιθέσεις τους με τις ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία και τις άλλες ανερχόμενες δυνάμεις στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.
Εμπλέκονται το ελληνικό κράτος και τα πολιτικά κόμματα του ευρωμονόδρομου στις διάφορες εκδοχές εξέλιξης της ευρωζώνης, της ΕΕ, των διάφορων εκδοχών λιτότητας, ενώ είναι σαφής η επιδίωξη να ανακοπεί κάθε τάση λαϊκής χειραφέτησης, να συγκροτηθεί το νέο δίπολο με βάση τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ.
Οι εκλογές του Ιουνίου χρησιμοποιήθηκαν ως πείραμα και εργαλείο στις ενδοϊμπεριαλιστικές διαφορές: πώς θα κατανεμηθεί η ζημιά από την όξυνση και εμβάθυνση της κρίσης, ποια η πορεία της ευρωζώνης.
Η αντιμερκελική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιήθηκε και από δυνάμεις στις ΗΠΑ-Βρετανία και από ένα μέρος ευρωπαίων ανταγωνιστών προς την Γερμανία που επιδιώκουν να περιορίσουν τη δύναμή της μέσα στην ευρωζώνη.
Παράλληλα βόλευε και τις δυνάμεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ που εκφόβιζαν με τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Η παρέμβαση αυτή εξελίχθηκε σε πρωτοφανή χειραγώγηση ψήφου, με επιχειρήματα περί κινδύνων έξωσης της Ελλάδας από την ευρωζώνη, τον κίνδυνο της ακυβερνησίας
.
3. Η ΚΕ εκτιμά το κάθε φορά εκλογικό αποτέλεσμα, είτε είναι θετικό είτε αρνητικό όπως αυτό της 17ης Ιουνίου, παίρνοντας υπόψη τις αντικειμενικές συνθήκες διεξαγωγής των εκλογών σε συσχέτιση με τη δράση και τους χειρισμούς του υποκειμενικού παράγοντα.
Η συσχέτιση αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων είναι αναγκαία, γιατί μόνο έτσι μπορεί το Κόμμα μας να δει συγκεκριμένα τις υποκειμενικές αδυναμίες και τα λάθη του, ώστε να κατακτά την ικανότητα να προωθεί την στρατηγική του σε οποιεσδήποτε συνθήκες, λιγότερο ή περισσότερο ευνοϊκές.
Το εύρος και η αντοχή της εκλογικής δύναμης του Κόμματος καθορίζεται από το επίπεδο της ταξικής πάλης και αποτελεί δείκτη της.
Το επίπεδο της ταξικής πάλης προκύπτει από την αλληλεπίδραση της δράσης του υποκειμενικού παράγοντα με τους αντικειμενικούς, καθοριστικούς παράγοντες που είναι οι εξελίξεις στην καπιταλιστική οικονομία, στην ταξική διάρθρωση κ.α.
Με βάση τα παραπάνω κριτήριο της αυτοκριτικής προσέγγισης της ΚΕ για τη δράση του Κόμματος γενικά και στην εκλογική περίοδο είναι:
Πρώτον, αν η δράση μας αξιοποίησε όλες τις δυνατότητες που έδωσαν οι αντικειμενικές συνθήκες τα προηγούμενα χρόνια για να οξυνθεί η ταξική πάλη, να διευρυνθεί ο περίγυρος του Κόμματος και να βαθύνει η συμφωνία του με την στρατηγική του, η αποφασιστικότητά του να την υποστηρίξει σε όλες τις συνθήκες και εκλογικά, χωρίς διακυμάνσεις.
Δεύτερον, αν κατά την εκλογική αναμέτρηση οι χειρισμοί και η δράση μας συμβάλανε ώστε να ενισχύονται οι θετικές και να αποδυναμώνονται οι αρνητικές εκλογικές τάσεις που γενικά καθορίζονται από το επίπεδο της ταξικής πάλης.
Πιο συγκεκριμένα:
- Η εκλογική αναμέτρηση ανέδειξε τις μακροχρόνιες αδυναμίες και καθυστερήσεις στην δουλειά μας για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, την ενίσχυση της κοινωνικής συμμαχίας, την κομματική οικοδόμηση σε συνθήκες που υπάρχουν δυσκολίες στην οργάνωση των μαζών, ώστε να εξαντλούνται όλες οι δυνατότητες που απορρέουν από τις αντικειμενικές εξελίξεις.
Αυτά τα καθήκοντα βεβαίως απαιτούν χρόνο, επίμονη προσπάθεια, σταθερό και επεξεργασμένο προσανατολισμό.
Σε τελευταία ανάλυση η ΚΕ έχει την πρώτη ευθύνη, επίσης όλα τα καθοδηγητικά όργανα, η κάθε ΚΟΒ, πώς τελικά δρούμε στις μάζες με τις θέσεις μας, με μαχητικότητα και ικανότητα συσπείρωσης δυνάμεων που έχουν διαφορετικές αντιλήψεις και διαφορετικό επίπεδο πείρας και θέλησης για δράση.
Η ΚΕ πρέπει να αποτιμήσει την δουλειά της αναλυτικά και πιο συγκεκριμένα πώς δούλεψε από το 18ο συνέδριο και μετά, με βάση τα παραπάνω καθήκοντα και να εντάξει τα συμπεράσματα στην ουσιαστική αυτοκριτική εξέταση της δουλειάς της ΚΕ εν όψει του 19ου συνεδρίου.
-Η ΚΕ δεν μπόρεσε, επίσης, με βάση το ύψος των αναγκών και των δικών της κατά καιρούς διαπιστώσεων, να προσανατολίσει πρακτικά όλο το Κόμμα να απευθύνεται κυρίως στις νεώτερες ηλικίες με κοινωνικοταξικά βέβαια κριτήρια.
Αυτές οι ηλικίες διαμορφώθηκαν σε συνθήκες παγκόσμιας ήττας του εργατικού κινήματος, βαθειάς κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος, προσπάθειας να υποκατασταθεί το κομμουνιστικό κίνημα με ένα σοσιαλδημοκρατικό-οπορτουνιστικό αριστερό κίνημα που διεκδικεί συμμετοχή στην αστική διαχείριση.
Δεν μπόρεσε να συντονίσει την δουλειά όλου του κόμματος με την στήριξη και βοήθεια της ΚΝΕ, ιδιαίτερα σε χώρους της μάθησης στους οποίους η ιδεολογική επίθεση είναι επεξεργασμένη καλά και ασκεί σοβαρή επίδραση.
-Αυτοί, επίσης, οι παράγοντες και άλλοι που θα αναδειχθούν και από την συζήτηση, θα αποτελέσουν και την αποτίμηση της δουλειάς της ΚΕ στη προσυνεδριακή περίοδο.
Αποδείχθηκε ότι απαιτείται να οικοδομούνται πιο στενοί ιδεολογικοπολιτικοί δεσμοί με τους φίλους και οπαδούς, ως μόνιμο στοιχείο στη δουλειά μας και όχι μόνο σε περιόδους έξαρσης των αγώνων και των εξελίξεων.
Δεν αρκεί η ιδεολογικοπολιτική συζήτηση σε θέματα της επικαιρότητας.
Ένα σημαντικό μέρος των οπαδών δεν γνωρίζει τις θέσεις του κόμματος π.χ. για κυβερνήσεις στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, για εξελίξεις στην ΕΕ, για θέματα σχέσης οικονομίας και πολιτικής, τον χαρακτήρα της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, για το περιεχόμενο της λαϊκής εξουσίας.
Αυτό προϋποθέτει το κομματικό δυναμικό να βοηθιέται και να προσανατολίζεται στην ανάπτυξη μεγαλύτερης ικανότητας στην εκλαΐκευση των θέσεων του Κόμματος, της στρατηγικής του.
-Η ΚΕ και ιδιαίτερα το ΠΓ, αδύνατα και πίσω από τις απαιτήσεις αντιμετώπισε τις ανάγκες της προπαγάνδας με συνεχείς επεξεργασίες ώστε η ταξική συνείδηση να μην εκτρέπεται σε ανώδυνους δρόμους σε συνθήκες που οι μηχανισμοί χειραγώγησης και επηρεασμού είναι πολλοί, πολυπλόκαμοι.
Η προπαγάνδα του Κόμματος δεν είναι ζωντανή και εμπλουτισμένη με παραδείγματα και στοιχεία που βγαίνουν μέσα από τις εξελίξεις στο κίνημα, αλλά και τον κάθε κλάδο, δεν έχει αποκτήσει η προπαγάνδα μας ζωντανό εκλαϊκευτικό χαρακτήρα.
Το θέμα της προπαγάνδας δεν είναι ζήτημα γενικά «επικοινωνιακής πολιτικής» και μάλιστα με κριτήριο το πώς διεξάγεται ο τηλεοπτικός διάλογος.
Η αυτοκριτική της ΚΕ στο επίπεδο της προπαγάνδας αναφέρεται στις μορφές ζωντανής προπαγάνδας, που διευκολύνει το διάλογο, τη συμμετοχή, και όχι την παθητική παρακολούθηση των λεγόμενων τηλεοπτικών εκπομπών που δεν μπορούν να δώσουν τον πλούτο των θέσεών μας, την τεκμηρίωση, τα κριτήρια.
Υποτιμήθηκε επίσης ο ρόλος του Διαδικτύου στην πληροφόρηση της νεολαίας αλλά και ως όργανο επίθεσης στο Κόμμα.
4. Η ΚΕ εκτιμά ότι η γενική πολιτική γραμμή που δόθηκε η εκλογική μάχη ανταποκρινόταν στον χαρακτήρα της κρίσης, της διεξόδου που είχε ανάγκη ο λαός, σε συνθήκες που προοιωνίζονταν νέα αντεργατικά αντιλαϊκά μέτρα, ανεξάρτητα των όποιων χειρισμών θα γίνονταν από την νέα κυβέρνηση, η οποία θα πρόκυπτε. Το πρόβλημα είναι ότι η ΚΕ δεν εντόπισε έγκαιρα το βάθος της συνολικής μείωσης των δύο κομμάτων και ιδιαίτερα την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, καθώς και την ισχυροποίηση-στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, το σχέδιο επίθεσης στο Κόμμα. Αρχικά είχε εντοπισθεί η μείωση της επιρροής του ΠΑΣΟΚ υπέρ της ΔΗΜΑΡ που όμως δεν ασκούσε επίδραση στο χώρο των ψηφοφόρων του ΚΚΕ, πράγμα που επιβεβαιωνόταν από τις δημοσκοπήσεις.
Δεκαπέντε μέρες πριν την εκλογική αναμέτρηση εντοπίσθηκε η απότομη στροφή προς το ΣΥΡΙΖΑ σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ αλλά και του Κόμματος. Παρά τις προσπάθειες που τότε έγιναν για να εντοπισθούν οι απώλειες, δεν επιβεβαιώνονταν η έκτασή τους από τις εκτιμήσεις τοπικά των κομματικών οργανώσεων.
Η ουσία είναι ότι η ΚΕ δεν συγκέντρωσε την προσοχή της στο γεγονός ότι για πρώτη φορά, σε σχέση με όλες τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις,
μπροστά στο δοκιμαζόμενο λαό έμπαινε ζήτημα να επιλέξει ανάμεσα σε μια κυβέρνηση στη βάση της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ από την μια,
ή μια κυβέρνηση της λεγόμενης «αριστερής συνεργασίας» με ΚΚΕ και ΔΗΜΑΡ και μάλιστα με το ψεύτικο επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ για το πλεονέκτημα των 50 εδρών.
Η ΚΕ εντόπισε την ιδιαίτερη σκληρότητα και συνθετότητα της εκλογικής μάχης κυρίως μετά τις 6 του Μάη και όχι πριν, και γι αυτό διατύπωσε τη θέση ότι πρόκειται για τη δυσκολότερη αναμέτρηση των τελευταίων 40 χρόνων.
Το συμπέρασμα είναι ότι η ΚΕ έπρεπε να καθορίσει το πλαίσιο της πρώτης εκλογικής μάχης στο ίδιο πνεύμα που το επεξεργάσθηκε αμέσως μετά τις εκλογές της 6 Μαΐου.
Δηλαδή να προτάξει το μέτωπο στην αυταπάτη της «αριστερής κυβέρνησης» με επεξεργασία και κωδικοποίηση κατάλληλων συνθημάτων.
Δεν ανέδειξε έγκαιρα το ΣΥΡΙΖΑ ως νέο πολιτικό φορέα της σοσιαλδημοκρατίας με συστηματική προσπάθεια διείσδυσης στον εκλογικό μας περίγυρο.
Η ΚΕ δεν έδωσε έγκαιρα απάντηση πώς βλέπει το ΚΚΕ το ζήτημα της κυβέρνησης της λαϊκής εξουσίας, πώς θα φθάσει ο πολιτικός αγώνας σε μια τέτοια έκβαση και με ποιες προϋποθέσεις, ώστε να κατανοηθεί γιατί το ΚΚΕ δεν μετέχει σε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης της κρίσης, σε κυβέρνηση που πολιτεύεται στα πλαίσια του συστήματος, στο έδαφος δηλαδή του καπιταλισμού.
Η θέση του ΚΚΕ για κυβέρνηση της λαϊκής εξουσίας θα προπαγανδιζόταν έγκαιρα και ευρύτερα, θα αποκτούσε τη δέουσα επιθετικότητα, δεν θα άφηνε χωρίς απάντηση το παραπλανητικό και ύπουλο επιχείρημα που καλλιεργήθηκε συστηματικά, ότι το ΚΚΕ δεν θέλει να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες.
Δεν σήμανε συναγερμό στην πρώτη προεκλογική περίοδο για τον κίνδυνο απωλειών του Κόμματος, την συστηματική προσπάθεια να προωθηθεί σχεδιασμένα η αποδυνάμωση του Κόμματος από τις δυνάμεις του συστήματος.
Δεν καλλιέργησε, στον απαιτούμενο βαθμό, πνεύμα επαγρύπνησης και ανησυχίας στα μέλη του Κόμματος, στον περίγυρο του. Δεν σημαίνει βεβαίως ότι αν στην πρώτη προεκλογική περίοδο είχε χαραχθεί εύστοχη εκλογική τακτική θα ήταν δυνατόν να ανατραπεί το ρεφορμιστικό ρεύμα υπέρ κυβέρνησης διαχείρισης της κρίσης, η ανάπτυξη του οποίου έχει αντικειμενική βάση, πατά στις ανάγκες της αστικής εξουσίας. Όμως είναι πολύ πιθανό το Κόμμα να είχε λιγότερες απώλειες, κυρίως να αποτρεπόταν ένα πνεύμα απογοήτευσης ιδιαίτερα στο χώρο των οπαδών και φίλων του Κόμματος που δικαίως προκάλεσε το εκλογικό αποτέλεσμα.
Ορισμένοι φίλοι και οπαδοί του Κόμματος, αλλά και ένα μικρό μέρος των κομματικών μελών, έκανε την παρατήρηση ότι το Κόμμα θα μπορούσε να θέσει κατά τη διερευνητική εντολή μια κυβερνητική πρόταση που βεβαίως θα απορρίπτονταν από το ΣΥΡΙΖΑ, καθώς θα έθετε το ζήτημα της αποδέσμευσης, της μονομερούς διαγραφής του χρέους, της ρήξης με τις επιλογές της ΕΕ και των μονοπωλίων. Υποστηρίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα αφαιρούνταν η πρωτοβουλία κινήσεων από το ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΚΕ εκτιμά ότι σωστά δεν μπήκε το Κόμμα στη λογική συζήτησης με το ΣΥΡΙΖΑ στη διερευνητική εντολή.
Το Κόμμα δεν μπορεί και δεν πρέπει να κάνει κινήσεις που επιτείνουν τη σύγχυση γύρω από το χαρακτήρα αυτού του φορέα ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τη γραμμή σύγκρουσης και ρήξης με τα μονοπώλια, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις.
Η εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει ότι το αστικό πολιτικό σύστημα έχει εναλλακτικά σχέδια διαχείρισης.
5. Η ΚΕ εκτιμά ότι η διπλή εκλογική αναμέτρηση, ανεξάρτητα από τις γενικότερες αδυναμίες που αναδείχθηκαν και τις απώλειες, αποτελεί παρακαταθήκη καθώς έγινε σημαντική δουλειά για την ανάδειξη των δύο δρόμων ανάπτυξης, το χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης, το ζήτημα της εργατικής λαϊκής εξουσίας, την ανάδειξη της θέσης του Κόμματος για την συμμετοχή σε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης.
Το ΚΚΕ έδωσε μια μάχη κόντρα στο ρεύμα, σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες και περίπλοκες. Βρέθηκε αντιμέτωπο και με αδυναμίες, ελλείψεις και καθυστερήσεις, τις οποίες οφείλει να αντιμετωπίσει και μπορεί να αντιπαλέψει καθώς οι απαιτήσεις του αγώνα θα αυξηθούν απότομα το επόμενο χρονικό διάστημα.
Η ΚΕ επεξεργάσθηκε πρόγραμμα δράσης του Κόμματος για το επόμενο διάστημα, που θα εξειδικευθεί στις κομματικές οργανώσεις. Καλεί τα μέλη του Κόμματος και της ΚΝΕ, να πρωτοστατήσουν μαζί με τους φίλους, οπαδούς, συναγωνιστές και συναγωνίστριες στη συσπείρωση και αντεπίθεση με επίκεντρο τον τόπο δουλειάς, τον κλάδο σε τοπικό, ομοσπονδιακό και πανελλαδικό επίπεδο με βάση το βασικό καθήκον της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος. Να ανεβάσουμε την ικανότητά μας να εξειδικεύουμε και να εκλαϊκεύουμε την στρατηγική μας καθοδηγώντας τους αγώνες με βάση την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων γενικά και κατά πρόβλημα, με κύρια κατεύθυνση τις θέσεις κατά κλάδο, από την σκοπιά μας, τα κοινωνικά προβλήματα, την ανεργία, τα ζητήματα της υγείας και των φαρμάκων, τη φοροληστεία των πενιχρών λαϊκών εισοδημάτων, των αποκρατικοποιήσεων, της παιδείας και τα άλλα σοβαρά οξυμένα προβλήματα της εργατικής τάξης, των αυτοαπασχολουμένων, της φτωχής αγροτιάς, κατά κλάδο, περιοχή, στον τόπο δουλειάς. Θα πρωτοστατήσει σε ανάλογες παρεμβάσεις και έξω και μέσα στη βουλή, με την αναβάθμιση της δράσης της κοινοβουλευτικής ομάδας.
Να δουλέψουμε για την επιτυχία όλων των εκδηλώσεων του 38ου Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του ΟΔΗΓΗΤΗ με κεντρικό σύνθημα «Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται… Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία…!» Η επιτυχία του θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα προσανατολιστούν καθοδηγητικά όλες οι ΚΟΒ και οι ΟΒ στην ενημέρωση-συζήτηση και διακίνηση του κουπονιού με πολιτικά κριτήρια, να κάνουν δουλειά συσπείρωσης δυνάμεων, να επικοινωνήσουν με νέες ηλικίες, νέους και νέες εργάτες και εργάτριες, ανέργους, μαθητές, μαθήτριες, σπουδαστές, φοιτητές, άλλους εργαζόμενους.
Η ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ
ΑΘΗΝΑ 10/7/2012